καταζυγίς

καταζυγίς
καταζυγίς, ἡ (Α)
1. σιδερένια συνδετική ράβδος σε καταπέλτη
2. φρ. ως επίθ. «λίθοι καταζυγιδες» — λίθοι συνδετικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ζυγίς «συνδετική ράβδος, τραβέρσα» (< ζυγόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταζυγίδας — καταζυγίς connecting rod fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταζυγίδες — καταζυγίς connecting rod fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταζυγίδος — καταζυγίς connecting rod fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταζυγίδων — καταζυγίς connecting rod fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταζυγίσιν — καταζυγίς connecting rod fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”